- αμοιασιά
- ητο να μη μοιάζει κανείς με κάτι άλλο: Τέτοια αμοιασιά σ' αδέρφια πρώτη φορά βλέπω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.